- παρακαταλειπω
- παρακαταλείπωπαρα-καταλείπω(при ком-л.) оставлять
(τῆς στρατιᾶς ὀλίγους π. τινί Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς στρατιᾶς ὀλίγους π. τινί Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρακαταλείπω — Α αφήνω σε κάποιον κάτι ή κάποιον («τῆς ἄλλης στρατιᾱς παρακαταλιπόντες αὐτοῑς ὀλίγους», Θουκ.) … Dictionary of Greek
παρακαταλιμπανομένου — παρακαταλείπω leave with pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαταλιπόντες — παρακαταλείπω leave with aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακατέλιπεν — παρακαταλείπω leave with aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek